- ενορνυμι
- ἐνόρνυμιἐν-όρνῡμι1) возбуждать, вызывать
(γόον τινί Hom.; θάρσος παντὴ στρατῷ Eur.)
2) med.-pass. возникать(ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(γόον τινί Hom.; θάρσος παντὴ στρατῷ Eur.)
(ἐνῶρτο γέλως θεοῖσιν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ενόρνυμι — ἐνόρνυμι (Α) [όρνυμι] διεγείρω, εξεγείρω («τῇσιν δὲ γόον πάσῃσιν ἐνῶρσεν») … Dictionary of Greek
ἐνῶρτο — ἐνόρνυμι arouse aor ind mid 3rd sg (epic) ἐνόρνυμι arouse aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνῶρσας — ἐνόρνυμι arouse aor ind act 2nd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνῶρσε — ἐνόρνυμι arouse aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνῶρσεν — ἐνόρνυμι arouse aor ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνόρσας — ἐνόρσᾱς , ἐνόρνυμι arouse aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)